Πλήρης ενημέρωση για τις εξελίξεις σχετικά με το Προηγμένο Ολοκληρωμένο Σύνολο Αυτοπροστασίας (ASPIS) II των F-16 της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας, περιέχεται στο τεύχος Ιουνίου του περιοδικού «Ελληνική Άμυνα & Ασφάλεια» που κυκλοφορεί. Το πρόγραμμα ASPIS II επανήλθε στο προσκήνιο, καθώς το απόγευμα της 22ας Μαΐου 2009 άρχισαν με 4 F-16C οι αφίξεις των 30 μαχητικών του Block 52+ Advanced στην 116 Πτέρυγα Μάχης του Άραξου, στο πλαίσιο του προγράμματος Στρατιωτικής Πώλησης Εξωτερικού (FMS) Peace Xenia IV. Η έναρξη αποδοχής των μαχητικών αυτών τον Ιανουάριο του 2009 από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, η οποία ενεργεί εκ μέρους της ελληνικής στο πλαίσιο των διαδικασιών FMS, θέτει το προσκήνιο μια σημαντική -και ενδεχομένως κρίσιμη νομικά- αντίφαση σχετικά με το σύστημα ASPIS II. Συγκεκριμένα στο πλαίσιο του διακρατικού προγράμματος PX IV, η προμήθεια συστημάτων ASPIS II αποτελεί αντικείμενο σύμβασης μεταξύ της Raytheon και του Υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ, από το οποίο τα παραδίδονται στον κατασκευαστή των μαχητικών. Η αρχική σύμβαση ύψους $96 εκατ. για 33 συστήματα ASPIS II στο πλαίσιο του PX IV ανατέθηκε στις 21 Ιουλίου 2006, για να ακολουθήσει στις 22 Ιουνίου 2007 τροποποίηση ύψους $115.276.400. Αυτό σημαίνει πως το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ πραγματοποιεί τις δοκιμές αποδοχής εδάφους του ASPIS II, αλλά και τις αντίστοιχες πτητικές δοκιμές στο πλαίσιο της αποδοχής κάθε αεροσκάφους συνολικά. Το ελληνικό Υπουργείο Εθνικής Άμυνας και η ΠΑ δεν παραλαμβάνουν το μαχητικό γενικά και το σύστημα ASPIS II από τους αντίστοιχους κατασκευαστές, αλλά από την κυβέρνηση των ΗΠΑ.
Παράλληλα όμως υλοποιείται η σύμβαση Απευθείας Εμπορικής Πώλησης (DCS) ύψους $242 εκατ, την οποία υπέγραψαν η τότε Γενική Διεύθυνση Αμυντικών Επενδύσεων (ΓΔΑΕ) και η Raytheon στις 9 Απριλίου 2003. Στις συμβάσεις DCS ο αγοραστής παραλαμβάνει τα υλικά απευθείας από τους κατασκευαστές, χωρίς μεσολάβηση της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Η συγκεκριμένη σύμβαση προέβλεπε:
Προμήθεια 60 ολοκληρωμένων συστημάτων ASPIS II για τα F-16C/D Block 52+ του προγράμματος FMS PX III. Το ASPIS II περιλαμβάνει Σύστημα Προειδοποίησης Απειλών (TWS) ALR-93(V) της Northrop Grumman, Σύστημα Διανομής Αντιμέτρων Προσαρμόσιμο στην Απειλή (TACDS) AN/ALE-47(V) της BAE Systems και παρεμβολέα ALQ-187 της Raytheon με Ψηφιακές Μνήμες Ραδιο-Συχνοτήτων (DRFM).
Προμήθεια 29 παρεμβολέων ALQ-187 με DRFM για μαχητικά F-16C Block 30 και 50 των προγραμμάτων ΡΧ Ι και ΙΙ αντίστοιχα, τα οποία είναι εξοπλισμένα με το προγενέστερο σύστημα ASPIS. Υπενθυμίζεται πως τα διθέσια F-16D των συγκεκριμένων εκδόσεων δεν διαθέτουν χώρο για την εσωτερική εγκατάσταση παρεμβολέα. Στα Προηγμένα F-16D όπως εκείνα του Block 52+, ο απαιτούμενος χώρος παρέχεται από το ραχιαίο εξόγκωμα.
Αναβάθμιση 32 διαθέσιμων παρεμβολέων I-DIAS σε διαμόρφωση ALQ-187 με DRFM για F-16C Block 30 και 50. Έτσι το σύστημα ASPIS των μαχητικών αυτών προσεγγίζει το επίπεδο του ASPIS II.
Στις 27 Ιουλίου 2006 η Northrop Grumman αποκάλυψε πως απορρόφησε κόστος $25 εκατ. εξαιτίας αναπάντεχων προβλημάτων δοκιμών και ολοκλήρωσης του ALR-93(V) στο ASPIS II. Τα προβλήματα αυτά ήταν αποτέλεσμα της τεχνολογικής αναβάθμισης του ALR-93(V) με ψηφιακό δέκτη αντί του αναλογικού αρχικά, ενώ προκάλεσαν καθυστέρηση ενός έτους στα εσωτερικά ορόσημα του προγράμματος. Ωστόσο δεν επηρέασαν σημαντικά τις παραδόσεις του εξοπλισμού, οι οποίες άρχισαν τον Φεβρουάριο του 2006 και ολοκληρώθηκαν τον Απρίλιο του 2007, με μηνιαίο ρυθμό τεσσάρων συστημάτων. Στις διαδικασίες αποδοχής του συστήματος το 2008, η αρμόδια επιτροπή της ΠΑ ανέφερε πως δεν καλυπτόταν η απαίτηση εντοπισμού εκπομπών ραντάρ Συνεχούς Κύματος (CW). Καταύγαση CW για τον έλεγχο βολής βλημάτων Ημι-Ενεργής Κατεύθυνσης Ραντάρ (SARH) χρησιμοποιούν 8 μονάδες βολής MIM-23 HAWK PIP III και τα αποσυρόμενα F-4E της Τουρκικής Πολεμικής Αεροπορίας, καθώς και 16 φρεγάτες του Τουρκικού Πολεμικού Ναυτικού.
Από τότε η Northrop Grumman ανέφερε την επίλυση του προβλήματος CW στο ALR-93(V), αλλά κατά πηγές της ΠΑ οι ανάδοχοι αρνούνται την επανάληψη των δοκιμών στο έδαφος και επιμένουν στην πραγματοποίηση πτητικών δοκιμών απευθείας, πιέζοντας παράλληλα για την καταβολή $110 εκατ. Η στάση αυτή των αναδόχων προφανώς στηρίζεται στο προηγούμενο του διακρατικού προγράμματος ΡΧ IV, στο πλαίσιο του οποίου το ASPIS II υποβλήθηκε με επιτυχία σε δοκιμές εδάφους και πτητικές από την USAF. Εφόσον η ΠΑ αρχίσει να αποδέχεται τα F-16 Block 52+ Advanced, η απαίτηση δοκιμών εδάφους της σύμβασης DCS θα καταστεί παρωχημένη, αλλά οι πτητικές δοκιμές σε F-16 Block 52+, 50 και 30 θα εξακολουθήσουν να απαιτούνται.
Παράλληλα όμως υλοποιείται η σύμβαση Απευθείας Εμπορικής Πώλησης (DCS) ύψους $242 εκατ, την οποία υπέγραψαν η τότε Γενική Διεύθυνση Αμυντικών Επενδύσεων (ΓΔΑΕ) και η Raytheon στις 9 Απριλίου 2003. Στις συμβάσεις DCS ο αγοραστής παραλαμβάνει τα υλικά απευθείας από τους κατασκευαστές, χωρίς μεσολάβηση της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Η συγκεκριμένη σύμβαση προέβλεπε:
Προμήθεια 60 ολοκληρωμένων συστημάτων ASPIS II για τα F-16C/D Block 52+ του προγράμματος FMS PX III. Το ASPIS II περιλαμβάνει Σύστημα Προειδοποίησης Απειλών (TWS) ALR-93(V) της Northrop Grumman, Σύστημα Διανομής Αντιμέτρων Προσαρμόσιμο στην Απειλή (TACDS) AN/ALE-47(V) της BAE Systems και παρεμβολέα ALQ-187 της Raytheon με Ψηφιακές Μνήμες Ραδιο-Συχνοτήτων (DRFM).
Προμήθεια 29 παρεμβολέων ALQ-187 με DRFM για μαχητικά F-16C Block 30 και 50 των προγραμμάτων ΡΧ Ι και ΙΙ αντίστοιχα, τα οποία είναι εξοπλισμένα με το προγενέστερο σύστημα ASPIS. Υπενθυμίζεται πως τα διθέσια F-16D των συγκεκριμένων εκδόσεων δεν διαθέτουν χώρο για την εσωτερική εγκατάσταση παρεμβολέα. Στα Προηγμένα F-16D όπως εκείνα του Block 52+, ο απαιτούμενος χώρος παρέχεται από το ραχιαίο εξόγκωμα.
Αναβάθμιση 32 διαθέσιμων παρεμβολέων I-DIAS σε διαμόρφωση ALQ-187 με DRFM για F-16C Block 30 και 50. Έτσι το σύστημα ASPIS των μαχητικών αυτών προσεγγίζει το επίπεδο του ASPIS II.
Στις 27 Ιουλίου 2006 η Northrop Grumman αποκάλυψε πως απορρόφησε κόστος $25 εκατ. εξαιτίας αναπάντεχων προβλημάτων δοκιμών και ολοκλήρωσης του ALR-93(V) στο ASPIS II. Τα προβλήματα αυτά ήταν αποτέλεσμα της τεχνολογικής αναβάθμισης του ALR-93(V) με ψηφιακό δέκτη αντί του αναλογικού αρχικά, ενώ προκάλεσαν καθυστέρηση ενός έτους στα εσωτερικά ορόσημα του προγράμματος. Ωστόσο δεν επηρέασαν σημαντικά τις παραδόσεις του εξοπλισμού, οι οποίες άρχισαν τον Φεβρουάριο του 2006 και ολοκληρώθηκαν τον Απρίλιο του 2007, με μηνιαίο ρυθμό τεσσάρων συστημάτων. Στις διαδικασίες αποδοχής του συστήματος το 2008, η αρμόδια επιτροπή της ΠΑ ανέφερε πως δεν καλυπτόταν η απαίτηση εντοπισμού εκπομπών ραντάρ Συνεχούς Κύματος (CW). Καταύγαση CW για τον έλεγχο βολής βλημάτων Ημι-Ενεργής Κατεύθυνσης Ραντάρ (SARH) χρησιμοποιούν 8 μονάδες βολής MIM-23 HAWK PIP III και τα αποσυρόμενα F-4E της Τουρκικής Πολεμικής Αεροπορίας, καθώς και 16 φρεγάτες του Τουρκικού Πολεμικού Ναυτικού.
Από τότε η Northrop Grumman ανέφερε την επίλυση του προβλήματος CW στο ALR-93(V), αλλά κατά πηγές της ΠΑ οι ανάδοχοι αρνούνται την επανάληψη των δοκιμών στο έδαφος και επιμένουν στην πραγματοποίηση πτητικών δοκιμών απευθείας, πιέζοντας παράλληλα για την καταβολή $110 εκατ. Η στάση αυτή των αναδόχων προφανώς στηρίζεται στο προηγούμενο του διακρατικού προγράμματος ΡΧ IV, στο πλαίσιο του οποίου το ASPIS II υποβλήθηκε με επιτυχία σε δοκιμές εδάφους και πτητικές από την USAF. Εφόσον η ΠΑ αρχίσει να αποδέχεται τα F-16 Block 52+ Advanced, η απαίτηση δοκιμών εδάφους της σύμβασης DCS θα καταστεί παρωχημένη, αλλά οι πτητικές δοκιμές σε F-16 Block 52+, 50 και 30 θα εξακολουθήσουν να απαιτούνται.